move on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | move on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | moves on |
αόριστος | moved on |
παθητική μετοχή | moved on |
ενεργητική μετοχή | moving on |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]move on (en)
- προχωρώ, περνάω, αρχίζω να κάνω ή να συζητώ κάτι νέο
- ↪ Move on to the next page.
- Προχώρησε στην επόμενη σελίδα.
- ↪ The court moved on without hearing the last witnesses.
- Το δικαστήριο προχώρησε, χωρίς να ακούσει τους τελευταίους μάρτυρες.
- ↪ Now we will move on to the next item on the agenda.
- Τώρα θα περάσουμε στο επόμενο θέμα της ημερήσιας διάταξης.
- ≈ συνώνυμα: go on
- ↪ Move on to the next page.
- απομακρύνομαι από τον τόπο του ατυχήματος κτλ.
- ↪ ”Move on!” said the policeman.
- «Απομακρυνθείτε!» είπε ο αστυφύλακας.
- ≈ συνώνυμα: move along
- ↪ ”Move on!” said the policeman.
Πηγές
[επεξεργασία]- move on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 107. ISBN 9780194325684., λήμμα: απομακρύνω