Μετάβαση στο περιεχόμενο

move on

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας move on
γ΄ ενικό ενεστώτα moves on
αόριστος moved on
παθητική μετοχή moved on
ενεργητική μετοχή moving on

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
move on <  δείτε τις λέξεις move και on

move on (en)

  1. προχωρώ, περνάω, αρχίζω να κάνω ή να συζητώ κάτι νέο
    παράδειγμα  Move on to the next page.
    Προχώρησε στην επόμενη σελίδα.
    παράδειγμα  The court moved on without hearing the last witnesses.
    Το δικαστήριο προχώρησε, χωρίς να ακούσει τους τελευταίους μάρτυρες.
    παράδειγμα  Now we will move on to the next item on the agenda.
    Τώρα θα περάσουμε στο επόμενο θέμα της ημερήσιας διάταξης.
     συνώνυμα: go on
  2. απομακρύνομαι από τον τόπο του ατυχήματος κτλ.
    παράδειγμα  Move on!” said the policeman.
    «Απομακρυνθείτε!» είπε ο αστυφύλακας.
     συνώνυμα: move along