Μετάβαση στο περιεχόμενο

movente

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
movente moventi

movente (it)

  1. κίνητρο

Επίθετο

[επεξεργασία]

movente (it)

  1. εραλδικό σύμβολο