mowed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
mowed (en)
- αόριστος και παθητική μετοχή του ρήματος mow