much

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

much (en) (χωρίς παραθετικά)

Επίρρημα[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός much
συγκριτικός more
υπερθετικός most

much (en)

  • πολύ, σε μεγάλο βαθμό
    I don’t like beer much.
    Δεν μου αρέσει πολύ η μπίρα.
    He is very good but Peter is much better.
    Είναι πολύ καλός αλλά ο Πέτρος είναι πολύ καλύτερος.
    I am feeling much better today.
    Νιώθω πολύ καλύτερα σήμερα.
    He looks much better.
    Δείχνει πολύ καλύτερα.

Προσδιοριστής[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός much
συγκριτικός more
υπερθετικός most

much (en)

  • πολύς, λίαν, μια μεγάλη ποσότητα
    We don’t have much time.
    Δεν έχουμε πολύ χρόνο.
    Do you drink much milk?
    Πίνετε πολύ γάλα;

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • χρησιμοποιείται μόνο με αμέτρητα ουσιαστικά
  • many χρησιμοποιείται με μετρητά ουσιαστικά

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]