muffin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
muffin | muffins |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]muffin (en)
- (γαστρονομία) το μάφιν
- ⮡ chocolate chip muffins - μάφινς με κομμάτια σοκολάτας