mugging
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mugging (en)
- ληστεία, ξυλοδαρμός, κακοποίηση, επίθεση σε δημόσιο μέρος (συχνά υπάρχουν και περαστικοί)