muhabbet
Εμφάνιση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- muhabbet < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική محبت (muhabbet) < περσική مُحَبَّت (muhabbat) < αραβική مَحَبَّة (maḥabba, αγάπη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]muhabbet (tr)
Πηγές
[επεξεργασία]- muhabbet - Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr
- muhabbet - Nişanyan Sözlük. Çağdaş Türkçenin Etimolojisi [Λεξικό (του) Νισανιάν. Ετυμολογία της σύγχρονης τουρκικής] μονόγλωσσο τουρκικό λεξικό του Σεβάν Νισανιάν, online από το 2002