mulet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mulet | mulets |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
mulet (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) μουλάρι, ημίονος
- ↪ Le mulet provient de l'accouplement de l'âne et de la jument, ou de l'accouplement du cheval et de l'ânesse.
- Το μουλάρι προέρχεται από τη διασταύρωση του γαϊδάρου και της φοράδας, ή από τη διασταύρωση του αλόγου και της γαϊδούρας.
- ↪ Le mulet provient de l'accouplement de l'âne et de la jument, ou de l'accouplement du cheval et de l'ânesse.
- εκπαιδευτικό ή αναγνωριστικό όχημα, στους αγώνες αυτοκινήτων
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
mulet (fr) αρσενικό
- (ψάρι) ο κέφαλος, το κεφαλόπουλο