Μετάβαση στο περιεχόμενο

mull over

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας mull over
γ΄ ενικό ενεστώτα mulls over
αόριστος mulled over
παθητική μετοχή mulled over
ενεργητική μετοχή mulling over

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mull over <  δείτε τις λέξεις mull και over

mull over (en) (μεταβατικό)

  • συλλογίζομαι, μελετώ, ξοδεύω χρόνο σκεπτόμενος προσεκτικά ένα σχέδιο ή πρόταση
      Let me mull it over a little.
    Άσε με να το συλλογιστώ λίγο.
      I’ll mull it over and let you know.
    Θα το μελετήσω και θα σου πω.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη ponder