mull over
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | mull over |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mulls over |
αόριστος | mulled over |
παθητική μετοχή | mulled over |
ενεργητική μετοχή | mulling over |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]mull over (en) (μεταβατικό)
- συλλογίζομαι, μελετώ, ξοδεύω χρόνο σκεπτόμενος προσεκτικά ένα σχέδιο ή πρόταση