Μετάβαση στο περιεχόμενο

multifaceted

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός multifaceted
συγκριτικός more multifaceted
υπερθετικός most multifaceted

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
multifaceted < multi- + facet + -ed

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mʌltɪˈfasɪtɪd/

Επίθετο

[επεξεργασία]

multifaceted (en) (επίσημο)

  • πολύπλευρος, πολυσχιδής, που έχει πολλές διαφορετικές πλευρές που πρέπει να εξεταστούν
      His art is multifaceted, with works covering different areas.
    Η τέχνη του είναι πολύπλευρη, με έργα που καλύπτουν διαφορετικούς τομείς.
      It’s not the cause per se, besides, it’s a multifaceted issue.
    Δεν είναι αυτή η καθαυτό αιτία, άλλωστε πρόκειται για θέμα πολυσχιδές.