Μετάβαση στο περιεχόμενο

multifamilial

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
multifamilial < multi- + familial

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό multifamilial multifamiliaux
θηλυκό multifamiliale multifamiliales

multifamilial (fr)

  1. που αφορά πολλές οικογένειες
  2. (σχετικά με κατοικία) που μπορεί να στεγάσει πολλές οικογένειες

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη famille