multifamiliale
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
multifamiliale | multifamiliales |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
multifamiliale (fr) θηλυκό
- κατοικία όπου στεγάζονται πολλές οικογένειες
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
multifamiliale (fr)
- θηλυκό του multifamilial
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη famille