multilingual
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
multilingual (en)
- που αναφέρεται ή σχετίζεται με πολλές γλώσσες
- (για άνθρωπο) πολύγλωσσος