Μετάβαση στο περιεχόμενο

municipality

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
municipality municipalities

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

municipality (en)

  • ο δήμος
      The financial needs of this municipality can’t be cured without a generous subsidy.
    Οι οικονομικές ανάγκες του δήμου δε θεραπεύονται χωρίς γενναία επιχορήγηση.