munster
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
munster | munsters |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
munster (fr) αρσενικό
- το μανστέρ, ποικιλία αλσατικού τυριού
ενικός | πληθυντικός |
munster | munsters |
munster (fr) αρσενικό