Μετάβαση στο περιεχόμενο

muraille

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
muraille murailles

muraille (fr) θηλυκό