murder
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
murder | murders |
murder (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | murder |
γ΄ ενικό ενεστώτα | murders |
αόριστος | murdered |
παθητική μετοχή | murdered |
ενεργητική μετοχή | murdering |
murder (en)
- δολοφονώ, σκοτώνω κάποιον σκόπιμα και παράνομα
- ⮡ They murdered him in an ambush in order to rob him.
- Τον δολοφόνησαν σε ενέδρα για να τον ληστέψουν.
- ⮡ an unknown person was found murdered - άγνωστος βρέθηκε δολοφονημένος
- ⮡ They murdered him in an ambush in order to rob him.