murdo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | murdo | murdoj |
αιτιατική | murdon | murdojn |
murdo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | murdo | murdoj |
αιτιατική | murdon | murdojn |
murdo (eo)