murdo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | murdo | murdoj |
αιτιατική | murdon | murdojn |
murdo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | murdo | murdoj |
αιτιατική | murdon | murdojn |
murdo (eo)