muscular
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | muscular |
συγκριτικός | more muscular |
υπερθετικός | most muscular |
Επίθετο
[επεξεργασία]muscular (en)
- μυϊκός, που αναφέρεται στους μυς
- ⮡ Muscular tension occurs when the body's muscles contract for a long period of time.
- Η μυϊκή ένταση συμβαίνει όταν οι μύες του σώματος συστέλλονται για μεγάλο χρονικό διάστημα.
- ⮡ Muscular tension occurs when the body's muscles contract for a long period of time.
- μυώδης, με ανεπτυγμένο και δυνατό μυϊκό σύστημα
- ⮡ Boxing athletes are muscular.
- Οι αθλητές της πυγμαχίας είναι μυώδεις.
- ⮡ Boxing athletes are muscular.