Μετάβαση στο περιεχόμενο

museum

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
museum museums

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

museum (en)

  • το μουσείο
    παράδειγμα  Will you go to the sculpture exhibit at the museum?
    Θα πάτε στην έκθεση γλυπτικής στο μουσείο;



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

museum (da) ουδέτερο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

museum (no) ουδέτερο



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

museum (nl) ουδέτερο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

museum (sv) ουδέτερο