musical
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | musical |
συγκριτικός | more musical |
υπερθετικός | most musical |
musical (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
musical | musicals |
musical (en)
- το μιούζικαλ
- ⮡ I am playing the lead in a musical.
- Παίζω τον ρόλο πρωταγωνιστή σ' ένα μιούζικαλ.
- ⮡ I am playing the lead in a musical.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]musical (fr) αρσενικό
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
musical | musicales |
Επίθετο
[επεξεργασία]musical (es) αρσενικό ή θηλυκό