musician
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
musician | musicians |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]musician (en)
- (μουσική, επάγγελμα) ο μουσικός (αυτός που γράφει ή παίζει μουσική)
- ⮡ The painter expresses himself with colors, the musician with sounds.
- Ο ζωγράφος εκφράζεται με χρώματα, ο μουσικός με ήχους.
- ⮡ The painter expresses himself with colors, the musician with sounds.