must
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
must (en)
- μούστος
- κάτι που θεωρείται πρέπον, ενδεδειγμένο
- musth
Ρήμα[επεξεργασία]
must (en) (ελλειπτικό ρήμα, ανώμαλο βοηθητικό ρήμα, modal verb)
- (modal verb) πρέπει, υπάρχει ηθική υποχρέωση να γίνει κάτι
- ↪ You must go to bed right now.
- Πρέπει να πας αμέσως για ύπνο.
- ↪ You must go to bed right now.
- (modal verb) πρέπει να, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ισχύει κάτι
- ↪ It must be John.
- Πρέπει να είναι ο Γιάννης.
- ↪ Someone must have seen us.
- Κάποιος πρέπει να μας είδε.
- ↪ It must be John.
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- must - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- must - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 732. ISBN 9780194325684., λήμμα: πρέπει
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
must (fr) αρσενικό άκλιτο
- (οικείο) κάτι που θεωρείται πρέπον, ενδεδειγμένο
Εσθονικά (et)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
must (et)