must
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
must (en)
- μούστος
- κάτι που θεωρείται πρέπον, ενδεδειγμένο
- musth
Ρήμα[επεξεργασία]
must (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
must (fr) αρσενικό άκλιτο
- (οικείο) κάτι που θεωρείται πρέπον, ενδεδειγμένο
Εσθονικά (et)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
must (et)