must

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
must musts

must (en) (συνήθως ενικός, ανεπίσημο)

  • κάτι υποχρεωτικό, κάτι που θεωρείται πρέπον, ενδεδειγμένο
    His latest collection is a must for all lovers of poetry.
    Η τελευταία του συλλογή είναι κάτι υποχρεωτικό για όλους τους φίλους της ποίησης.

Ρήμα[επεξεργασία]

must (en) (ελλειπτικό ρήμα, ανώμαλο βοηθητικό ρήμα, modal verb)

  1. πρέπει να, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι είναι απαραίτητο ή πολύ σημαντικό
    You must go to bed right now.
    Πρέπει να πας αμέσως για ύπνο.
    Young people must respect their elders.
    Οι νέοι πρέπει να σέβονται τους μεγαλυτέρους.
    You must not complain.
    Δεν πρέπει να παραπονιέσαι.
    Who must I contact?
    Σε ποιον πρέπει ν' απευθυνθώ;
    If I must, I will do it./If I must do it, I will do it.
    Αν πρέπει, θα το κάνω./Αν πρέπει να το κάνω, θα το κάνω.
    I will notify you when I must.
    Θα σε ειδοποιήσω, όταν πρέπει.
    Take care of him as you must.
    Να τον περιποιηθείς, όπως πρέπει.
  2. πρέπει να, θα, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι είναι πιθανό ή λογικό
    It must be John.
    Πρέπει να είναι ο Γιάννης.
    It must have been Peter.
    Πρέπει να ήταν ο Πέτρος.
    The two of them must not have known each other before.
    Δεν πρέπει να γνωρίζονταν οι δυο τους προηγουμένως.
    It must be three o’clock.
    Πρέπει να είναι τρεις η ώρα.
    Someone must have seen us.
    Κάποιος πρέπει να μας είδε./Κάποιος θα μας είδε.
    You definitely must be joking!
    Θα αστειεύεσαι βέβαια!
  3. θα έπρεπε να, να, χρησιμοποιείται για να συστήσω σε κάποιον να κάνει κάτι επειδή πιστεύω ότι είναι καλή ιδέα
    You must go and see it.
    Θα έπρεπε να πας να το δεις.
    You must go see the painting exhibition soon!
    Να πάτε στην έκθεση ζωγραφικής σύντομα!

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

must (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

must (fr) αρσενικό άκλιτο



Εσθονικά (et)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

must (et)