must

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

must (en)

  1. μούστος
  2. κάτι που θεωρείται πρέπον, ενδεδειγμένο
  3. musth

Ρήμα[επεξεργασία]

must (en) (ελλειπτικό ρήμα, ανώμαλο βοηθητικό ρήμα, modal verb)

  1. (modal verb) πρέπει, υπάρχει ηθική υποχρέωση να γίνει κάτι
    You must go to bed right now.
    Πρέπει να πας αμέσως για ύπνο.
  2. (modal verb) πρέπει να, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ισχύει κάτι
    It must be John.
    Πρέπει να είναι ο Γιάννης.
    Someone must have seen us.
    Κάποιος πρέπει να μας είδε.

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • must - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • must - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 732. ISBN 9780194325684. , λήμμα: πρέπει



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

must (fr) αρσενικό άκλιτο



Εσθονικά (et)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

must (et)