Μετάβαση στο περιεχόμενο

mutluluk

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
mutluluk < mutlu (χαρούμενος) + -luk

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mutluluk (tr)