muzzle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
muzzle (en)
- η μουσούδα (το τμήμα του κεφαλιού ζώων, στόμα και μύτη, που προεξέχει)
- το φίμωτρο ζώου που έχει μακρόστενη μουσούδα (και όχι gag*)
Ρήμα[επεξεργασία]
muzzle (en)