myopathie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
myopathie myopathies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

myopathie (fr) θηλυκό