mystique
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]/mɪˈstiːk/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mystique
- "αέρας" μυστηρίου
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mystique | mystiques |
mystique (fr) θηλυκό
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mystique | mystiques |
mystique (fr) αρσενικό ή θηλυκό