Μετάβαση στο περιεχόμενο

mythomane

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
mythomane mythomanes

Επίθετο

[επεξεργασία]

mythomane (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μυθομανής
  2. (κατ’ επέκταση) ψεύτης