né
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | né | nés |
θηλυκό | née | nées |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
né (fr)
- γεννημένος (πρώτος, ...)
- εκ γενετής
Μετοχή[επεξεργασία]
né (fr)
- μετοχή παρακειμένου του ρήματος naître
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συγχώνευση[επεξεργασία]
né (pt)