Μετάβαση στο περιεχόμενο

nécessaire

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
nécessaire < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /?/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nécessaire nécessaires

nécessaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
nécessaire nécessaires

nécessaire (fr) αρσενικό


Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]