nécessiteux
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ne.se.si.tø/
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nécessiteux | nécessiteux |
θηλυκό | nécessiteuse | nécessiteuses |
nécessiteux (fr)