négociatrice
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- négociatrice θηλυκό του négociateur
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
négociatrice | négociatrices |
négociatrice (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
négociatrice | négociatrices |
négociatrice (fr) θηλυκό