Μετάβαση στο περιεχόμενο

néologisme

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
néologisme < néo- + -logisme

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ne.o.lo.ʒi.sm/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
néologisme néologismes

néologisme (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]