nów
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- nów < nowy
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]nów (pl) αρσενικό
- (αστρονομία, λαϊκότροπο) νέα σελήνη, καινούριο φεγγάρι]
nów (pl) αρσενικό