nördlich
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]nördlich (de)
Επίρρημα
[επεξεργασία]nördlich (de) (+ γεν)
- (στα) βόρεια
Συγγενικά
[επεξεργασία]- der Norden
nördlich (de)
nördlich (de) (+ γεν)