nûment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

nûment < nu + -ment

Επίρρημα[επεξεργασία]

nûment (fr)

  1. όντας γυμνός
  2. απλά, σκέτα
  3. (στο φεουδαρχικό δίκαιο) άμεσα, χωρίς μέσο