nœud
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
nœud | nœuds |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- nœud < παλαιά γαλλική neu < λατινική nodus
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]nœud (fr) αρσενικό