n’importe quoi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /n‿ɛ̃.pɔʁ.t(ə) kwa/
Αντωνυμία[επεξεργασία]
n’importe quoi (fr)
- λέγεται για ένα αντικείμενο ή μια ιδέα για το οποίο (οποία) δεν χρειάζεται να είμαστε ακριβείς· οτιδήποτε, ό,τι να 'ναι
- Je ne peux pas laisser dire n'importe quoi sans réagir. - Δεν μπορώ να αφήσω να λένε ό,τι να 'ναι χωρίς να αντιδράσω.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
n’importe quoi (fr)
- αποθήκη, τσάντα ή οτιδήποτε άλλο όπου βάζουμε πράγματα γιατί δεν μπορούμε να τα κατατάξουμε αλλού
- Cette catégorie, c'est du grand n’importe quoi… - Αυτή η κατηγορία χρησιμεύει για ό,τι να 'ναι, για οτιδήποτε
- κάτι που δεν εννοεί τίποτα, που είναι παράλογο, ασήμαντο