nabot
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]nabot (fr)
- (ειρωνικά) κοντοπίθαρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]nabot (fr)
- (ειρωνικά) ο κοντός άνθρωπος
nabot (fr)
nabot (fr)