nacelle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

nacelle (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο ή ποιητικό) πλοιάριο με κουπιά
     συνώνυμα: canot
  2. το μέρος του καροτσιού όπου κάθεται ή ξαπλώνει το μωρό
  3. το καλάθι ενός αερόστατου
  4. (χημεία) μικρό επίμηκες δοχείο, πορσελάνινο ή μεταλλικό, μέσα στο οποίο αναμιγνύονται διάφορες ουσίες και αντιδρούν μεταξύ τους ή με τον αέρα όταν το ζεσταίνουμε