nacio

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

nacio < naci + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική nacio nacioj
αιτιατική nacion naciojn

nacio (eo)

diversaj nacioj de la mondo, διάφορα έθνη του κόσμου