nail down
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
nail down (en) (someone or something)
- (μεταβατικό) στερεώνω με καρφιά, καρφώνω
- Nail down the shelf, then paint it. - Κάρφωσε το ράφι, μετά βάψε το.
- (ιδιωματισμός) σταθεροποιώ, παγιώνω μια απόφαση, ένα σχέδιο, μια νέα γνώση...
- They haven't nailed down their vacation plans yet. - Ακόμα δεν παγίωσαν τα σχέδια για τις διακοπές τους.
- Make sure you don't move on till you don't nail this lesson down. - Πρόσεχε να μην πας παραπέρα προτού σταθεροποιήσεις αυτό το μάθημα.
- (ιδιωματισμός) ορίζω απόλυτα - σαφώς
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- pin down (σχεδόν πάντα συνώνυμο)