Μετάβαση στο περιεχόμενο

napalm

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
napalm < αρχικά γράμματα των όρων naphtenate + palmitate

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

napalm (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
napalm < (λόγιο δάνειο) αγγλική napalm

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

napalm (fr) αρσενικό άκλιτο