nappe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
nappe | nappes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
nappe (fr) θηλυκό
- το τραπεζομάντηλο
- (γεωλογία) το στρώμα
- La nappe phréatique est profonde. - Το υδροφόρο στρώμα είναι βαθύ.
- η κηλίδα
- Le naufrage du pétrolier a créé une nappe de pétrole. - Το ναυάγιο του πετρελαιοφόρου δημιούργησε μία κηλίδα πετρελαίου.
- το καλώδιο (στους υπολογιστές)