naprawa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
naprawa < naprawiać
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
naprawa (pl) θηλυκό
- η επισκευή
naprawa < naprawiać
naprawa (pl) θηλυκό