narcissistic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- narcissistic < narcissist + -ic
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | narcissistic |
συγκριτικός | more narcissistic |
υπερθετικός | most narcissistic |
narcissistic (en)