narcissistic
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- narcissistic < narcissist + -ic
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | narcissistic |
συγκριτικός | more narcissistic |
υπερθετικός | most narcissistic |
narcissistic (en)