Μετάβαση στο περιεχόμενο

narcose

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
narcose narcoses

narcose (fr) θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]