narcotique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /naʁ.kɔ.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
narcotique | narcotiques |
narcotique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
narcotique | narcotiques |
narcotique (fr) αρσενικό
- που προκαλεί τη νάρκωση, υπνωτικό
- (μεταφορικά) που προκαλεί τον ύπνο