Μετάβαση στο περιεχόμενο

narguilé

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
narguilé < (άμεσο δάνειο) τουρκική nargile

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /naʁ.ɡi.le/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
narguilé narguilés

narguilé (fr) αρσενικό