narkotaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- narkotaĵo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | narkotaĵo | narkotaĵoj |
αιτιατική | narkotaĵon | narkotaĵojn |
narkotaĵo (eo)
- το ναρκωτικό